- φιλότιμος
- Έλληνας γιατρός, μαθητής του Πραξαγόρα του Κώου, που αναφέρεται κυρίως για τη δραστηριότητά του το 320 π.Χ. Aσχολήθηκε με την ανατομία και επιχείρησε να περιγράψει διάφορα όργανα, όπως τον εγκέφαλο, τον οποίο θεωρούσε κατώτερης σημασίας. Yποστήριζε εξάλλου ότι όσοι υποφέρουν από πλευρίτιδα έχουν αδύναμους πνεύμονες. Ο Γαληνός αναφέρει, ωστόσο, ότι ο Φ. βελτίωσε τους κανόνες της γυμναστικής. Ο Φ., που υποστήριζε ότι η εξάρθρωση της ισχιομηριαίας άρθρωσης μπορούσε να θεραπευτεί με τέλεια και οριστική επαναφορά της άρθρωσης στην κανονική της θέση, έγραψε 13 βιβλία για την τροφή και τις θρεπτικές ιδιότητες των χυμών. Ένα βιβλίο του, με τον τίτλο Ο ψαρτυτικός, είναι γνωστό μόνο από αποσπάσματα.
* * *-η, -ο / φιλότιμος, -ον, ΝΜΑτο ουδ. ως ουσ. βλ. φιλότιμο·|| νεοελλ.1. αυτός που έχει έντονο το συναίσθημα τής φιλοτιμίας, τής τιμής, τής αξιοπρέπειας2. αυτός που καταβάλλει ευσυνείδητες προσπάθειες να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του ή να διακριθεί σε κάτι («είναι φιλότιμος και προσπαθεί»)3. (για αισθήματα ή εκδηλώσεις) αυτός που δείχνει, που εκφράζει φιλοτιμία («φιλότιμη προσπάθεια»)4. γενναιόψυχος, γενναιόδωροςαρχ.1. (συν. με αρνητική σημ.) φιλόδοξος2. φιλοχρήματος3. φιλόνικος4. σπάταλος, άσωτος5. πολύτιμος, σεβαστός6. το αρσ. ως ουσ. ὁ φιλότιμοςεπώνυμο ή τίτλος αρχόντων στην Μικρά Ασία7. φρ. «φιλότιμος ἐπί τινι» — αυτός που επιθυμεί να διακρίνεται σε κάτι (Πλάτ.).επίρρ...φιλοτίμως ΝΑ, και φιλότιμα Νκατά τρόπο φιλότιμο, με φιλοτιμία.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -τιμος (< τιμή), πρβλ. ἀξιό-τιμος].
Dictionary of Greek. 2013.